- παιδευτέος
- παιδ-ευτέος, α, ον,A to be educated, ἐν [μαθήματι] Pl.R.526c;
τῷ λόγῳ Arist.Pol.1334b8
.II παιδευτέον, one must educate, Pl.R.377a, 402c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῷ λόγῳ Arist.Pol.1334b8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδευτέον — παιδευτέος to be educated masc acc sg παιδευτέος to be educated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδευτέοι — παιδευτέος to be educated masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)